- οἱοσδηποτοῦν
- οἱοσδηποτοῦν s. οἷος, end. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
οιοσδηποτούν — οἱοσδηποτοῡν, οἱαδηποτοῡν, οἱονδηποτοῡν (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἱοσδήποτε + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] … Dictionary of Greek